- αλίγδωτος
- -η, -ο [λιγδώνω]1. αλίγδιαστος, καθαρός2. αυτός που δεν γεύτηκε λίπος, λιπαρή τροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλίγδωτος — αλίγδωτος, η, ο και αλίγδιαστος, η, ο αυτός που δεν έχει λίγδες, στίγματα από λιπαρές ουσίες: Δεν μπορούσε να κρατήσει τα ρούχα του αλίγδωτα ούτε μια μέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλίγδιαστος — η, ο [λιγδιάζω] αυτός που δεν λίγδιασε, δεν βρομίστηκε, αλίγδωτος, καθαρός … Dictionary of Greek